Εκεί που ανήλιαγα ποτάμια εκκρίνουν
Τα κύματά τους στα βαθιά
Κοιμάται εκείνη στη γαλήνη
Μην την ξυπνάτε πια.
Οδηγημένη από αστέρι
Ήρθε από πολύ μακριά
Ν’ αναζητήσει της σκιάς τα μέρη
Της μοίρας της χροιά
Άφησε τ’ ανθισμένα νιάτα
Και τους αγρούς των σιτηρών
Για λυκαυγές κρύο στη στράτα
Και ύδατα νέων πηγών
Διαμέσου ύπνου, σαν να ’ναι πέπλο
Τον ουρανό βλέπει χλωμό
Κι ακούει τ’ αηδόνι
Να κελαηδάει με λυγμό
Κοιμήσου, κοιμήσου έναν τέλειο ύπνο
Να διατρέχει μάτια ως καρδιά
Το πρόσωπό της στραμμένο σε χτύπο
Μιας γης πορφυρής δυτικά
Την εικόνα ξεκάθαρα δεν διακρίνει
Την πεδιάδα, τους λόφους εκεί
Της βροχής δεν νιώθει οδύνη
Στο χέρι της νωπή
Ανάπαυση σαν να ’ναι αιωνίως
Στην ακτή την αρχαία αισίως
Ανάπαυση στης καρδιάς την καρδιά
Ώσπου ο χρόνος άλλο δεν θα κυλά
Ύπνος που κανένας πόνος δεν θα ταράξει
Νύχτα που καμιά αυγή δεν θα χαράξει
Μέχρι που η αναπάντεχη χαρά ξεσπάσει
Και την τέλεια γαλήνη της διαπεράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου