Τ’ ανήσυχα φαντάσματα της Ωκεάνιας νύχτας, από πόλη κι
ερημιά έχουν εκλείψει·
Το πνεύμα μου στην πρωινή δροσιά ζητάει να ξαναζήσει, παρότι
πέθανε στο ήλιου τη δύση·
Το ποτάμι είναι βαθύ, τα ρεύματα ισχυρά, το χορτάρι πράσινο,
φτάνει αρκετά ψηλά,
Κι έτσι ο κόσμος γαλήνια θα σκεφτώ ωραίος είναι τελικά.
Φως πάθους σε ονειροπόλα μάτια, και μια σελίδα αλήθειας
αποστηθισμένη,
Απ’ το πνεύμα που νόμιζα νεκρό η άκρατη συγκίνηση καρδιάς
ψυχρά μεγαλωμένη,
Ένα τραγούδι που ταξιδεύει στην καρδιά του συντρόφου, κι ένα
δάκρυ περηφάνιας που κυλά--
Και η ψυχή μου δυνατή! και ο κόσμος για μένα ένας σπουδαίος
κόσμος τελικά!
Άσε τους εχθρούς μας στα συντρίμμια τους, στην ντροπή ή το
λάθος που τους ορίζει
(Είναι πικρός ο άνθρωπος πως φταίει όταν γνωρίζει)·
Το σκοτεινότερο μας παρελθόν ας μένει σκοτεινό, και ας
θυμόμαστε μονάχα τα καλά·
Διότι, γλυκιά μου, πρέπει να πιστέψω ότι ο κόσμος μας μειλίχιος
είναι τελικά.
Πιθανόν το θεώρησα υπερβολικά απλό, και τυφλός να στάθηκα
ίσως·
Μα θα κρατώ το πρόσωπο στο ανατέλλων φως, ακόμα κι αν ο
διάβολος στέκεται από πίσω!
Ακόμα κι αν ο σατανάς ξοπίσω μου σταθεί,, δεν θα δω τη δική
του σκιά,
Μα θα διαβάζω το μέλλον στου πρωινού τα αστέρια ενός αθώου
κόσμου τελικά.
Ξεκουράσου, κορίτσι, τα μάτια σου φθαρμένα -- έχεις πάρει τη
χείριστη πλεύση μακριά--
Το φάντασμα του ανθρώπου που ίσως υπήρξα εγκατέλειψε την
καρδιά μου σή-μερα·
Θα ζήσουμε για τη ζωή και τα άριστα που φέρνει ώσπου να
πέσει του λυκόφωτος μας η σκιά·
Η καρδιά μου δυναμώνει, και ο κόσμος, γλυκιά μου, είναι
θαυμάσιος κόσμος τελικά.
Henry Lawson
Μετάφραση: Μαρία Ανδρεαδέλλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου